- θεματικώτερον
- θεματικόςof: adverbial compθεματικόςof: masc acc comp sgθεματικόςof: neut nom /voc /acc comp sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
θεματικώτερον — θεματικός of adverbial comp θεματικός of masc acc comp sg θεματικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικός — ή, ό (AM θεματικός) [θέμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν») νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα τής συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων μσν. (στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε… … Dictionary of Greek